- εκβολάδα
- η (Α ἐκβολάς)οτιδήποτε αποβάλλεται ή απορρίπτεται, κυρίως τα απορρίμματα τών μεταλλουργικών εργασιώννεοελλ.1. τα απορρίμματα τής αρχαίας μεταλλουργίας και ιδίως τού Λαυρίου2. φρ. νεοελλ. «εσωτερικές εκβολάδες» — αυτές που απορρίπτονται μέσα στα μεταλλείααρχ.1. αιγυπτιακό σταφύλι που πίστευαν ότι προκαλούσε έκτρωση2. φρ. «ἐκβολὰς μήτρα» — είδος ρωμαϊκού φαγητού.
Dictionary of Greek. 2013.